σπαρτικός

σπαρτικός
-ή, -ό / σπαρτικός, -ή, -όν, ΝΑ [σπαρτός]
νεοελλ.
1. κατάλληλος για σπορά, αυτός που χρησιμοποιείται στη σπορά
2. το ουδ. ως ουσ. τα σπαρτικά
τα έξοδα για τη σπορά
3. φρ. α) «σπαρτική μηχανή»
(γεωργ. τεχνολ.) γεωργική μηχανή που χρησιμοποιείται για τη σπορά τών σπερμάτων στο έδαφος
β) «σπαρτικές μηχανές χειμερινών σιτηρών»
(γεωργ. τεχνολ.) είδος σπαρτικής μηχανής που χρησιμοποιείται για τη σπορά χειμερινών φυτών
γ) «σπαρτικές μηχανές χειμερινών σιτηρών γραμμικής σποράς»
(γεωργ. τεχνολ.) είδος σπαρτικών μηχανών χειμερινής σποράς που χρησιμοποιούνται για τον ομοιόμορφο διασκορπισμό τών σπόρων
δ) «σπαρτικές μηχανές χειμερινών σιτηρών μη γραμμικής σποράς»
(γεωργ. τεχνολ.) είδος σπαρτικών μηχανών χειμερινής σποράς που χρησιμοποιούνται για τον διασκορπισμό τού σπόρου κατά πλάτος τής μηχανής
ε) «σπαρτικές μηχανές εαρινών καλλιεργειών»
(γεωργ. τεχνολ.) είδος σπαρτικών μηχανών που χρησιμοποιούνται για τη σπορά φυτών που απαιτούν ομοιόμορφη σπορά
στ) «σπαρτικές μηχανές πατάτας»
(γεωργ. τεχνολ.) είδος σπαρτικών μηχανών που χρησιμοποιούνται για την τοποθέτηση τού κονδύλου τής πατάτας στο χώμα
ζ) «σπαρτικές μηχανές λεπτών σπόρων και τεύτλων»
(γεωργ. τεχνολ.) είδος σπαρτικών μηχανών που χρησιμοποιούνται για τη σπορά λαχανικών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπαρτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σπορά: Αγόρασε καινούρια σπαρτική μηχανή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σπαρτικούς — σπαρτικός vegetative masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”